-ίδιο(ν) — υποκορ. κατάλ. τής Ελληνικής, η οποία στη Νέα Ελληνική εμφανίζεται συνήθως με τη μορφή ίδι* (Ι), χρησιμοποιείται, όμως, συχνά και με την πρωτογενή μορφή της, ιδίως σε τεχνικούς επιστημονικούς όρους (πρβλ. αρθρ ίδιο, κρατ ίδιο, μαχαιρ ίδιο, ξιφ… … Dictionary of Greek
χλωροαιθάνιο — το, Ν χημ. άλλη ονομασία τής χημικής ένωσης αιθυλοχλωρίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. chloroethane < chloro (< χλωρ[ο] *) + ethane «αιθάνιο»] … Dictionary of Greek
χλωραιθάνιο — το, Ν χημ. το αιθυλοχλωρίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. chlorethane < chlor (< χλωρ[ο] *) + ethane (βλ. αιθάνιο)] … Dictionary of Greek
χλωραιθέρας — ο, Ν (φαρμ. χημ.) (παλ. τ.) το αιθυλοχλωρίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο) * + αιθέρας] … Dictionary of Greek
χλωραιθήριο(ν) — το, Ν (φαρμ.) (παλ. τ.) το αιθυλοχλωρίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο) * + αιθήρ / αιθέρας] … Dictionary of Greek
χλωραιθύλιο — το, Ν χημ. το αιθυλοχλωρίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο) * + αιθύλιο] … Dictionary of Greek