αιθυλοχλωρίδιο

αιθυλοχλωρίδιο
το Χημ.
οργανική ένωση με τύπο CH3CH2CI, που ανήκει στα αλκυλαλογονίδια, γνωστή επίσης ως χλωροαιθάνιο ή χλωριούχο αιθύλιο ή χλωραιθύλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. ethyl chloride < ethyl (πρβλ. αιθύλιο) + chloride (πρβλ. χλωρίδιο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • -ίδιο(ν) — υποκορ. κατάλ. τής Ελληνικής, η οποία στη Νέα Ελληνική εμφανίζεται συνήθως με τη μορφή ίδι* (Ι), χρησιμοποιείται, όμως, συχνά και με την πρωτογενή μορφή της, ιδίως σε τεχνικούς επιστημονικούς όρους (πρβλ. αρθρ ίδιο, κρατ ίδιο, μαχαιρ ίδιο, ξιφ… …   Dictionary of Greek

  • χλωροαιθάνιο — το, Ν χημ. άλλη ονομασία τής χημικής ένωσης αιθυλοχλωρίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. chloroethane < chloro (< χλωρ[ο] *) + ethane «αιθάνιο»] …   Dictionary of Greek

  • χλωραιθάνιο — το, Ν χημ. το αιθυλοχλωρίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. chlorethane < chlor (< χλωρ[ο] *) + ethane (βλ. αιθάνιο)] …   Dictionary of Greek

  • χλωραιθέρας — ο, Ν (φαρμ. χημ.) (παλ. τ.) το αιθυλοχλωρίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο) * + αιθέρας] …   Dictionary of Greek

  • χλωραιθήριο(ν) — το, Ν (φαρμ.) (παλ. τ.) το αιθυλοχλωρίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο) * + αιθήρ / αιθέρας] …   Dictionary of Greek

  • χλωραιθύλιο — το, Ν χημ. το αιθυλοχλωρίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο) * + αιθύλιο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”